- ουρητήριο
- τοτόπος για ουρήση, δημόσιας χρήσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ουρητήριο — το μέρος κατάλληλα διασκευασμένο για ούρηση, ιδίως σε δημόσιο χώρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρώ + επίθημα τήριο (πρβλ. ορμη τήριο). Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Κ. Φρεαρίτη] … Dictionary of Greek